Άγγελέ μου, Φύλακά μου, Σκέπος κ Βοήθειά μου με το θάρρος σε φωνάζω κ Προστάτη μου σε κράζω: Φώτισέ με,Φύλαξέ με Ισχυρά Προστάτεψέ με!(πρωινή προσευχη)

Η ΑΓΑΠΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑ ΝΑ ΕΞΑΤΜΙΣΤΕΙ....



Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΤΕΡΑΣ...ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΜΟΥ


Αρχικός Τίτλος: Ο Θρύλος για το θαλάσσιο τέρας της Σύρου.

Στο νησί του Φερεκύδη, του Συριανού φιλόσοφου, υπάρχει μιά παράδοση που θα θυμήσει σε όποιον την ακούσει κάποιες από τις παλιές εκείνες παράξενες ιστορίες του Ι. Βερν, που μίλαγαν για φοβερά πραγματικά θεριά της θάλασσας, για τέρατα που τρόμαζαν τους γενναιόκαρδους ναυτικούς, αυτούς που διάβαιναν τους σκοτεινούς ωκεανούς του συγγραφέα και μερικούς, κατάφερναν να τους βουτήξουν στα μανιασμένα νερά και να τους κάνουν μια χαψιά. Ο θρύλος αυτός λοιπόν μας μιλά για την απρόσμενη περιπέτεια ενώς ψαρά από τον Γαλησσά (γνωστός οικισμός της Σύρου), τον Στέφανο, ο οποίος αρεσκόταν να καυχιέται για τα θαλασσινά του επιτεύγματα. Ο κόσμος βέβαια δύσκολα τον πίστευε και έσπαγε πλάκα μάλιστα καμιά φορά μαζί του, γιατί έλεγε πως έπιανε ψάρια πάντοτε τεράστια, απλώνοντας τα χέρια του κάθε φορά για να δείξει πόσο μεγάλα ήταν.

Ας μην πούμε όμως περισσότερα λόγια, παρά να διαβάσουμε αυτή την όμορφη ιστορία.

«Μία μέρα, ο κυρ Στέφανος, που ήταν με τους συντοπίτες του, άρχισε την αφήγησή του: Είχα πάει για ψάρεμα εκεί που σβήνει ο Χαρασώνας και τα βράχια της ακρογιαλιάς σχηματίζουν μια μεγάλη σπηλιά μέσα στην οποία σταλάζει γλυκό νερό. Ήξερα πως εκεί φωλιάζουν μεγάλα ψάρια. Νααα κάτι ψαρούκλες!! Και άνοιγε φαρδιά-πλατιά τα χέρια του για να δείξει πόσο μεγάλα ήταν. Είχα πάρει μαζί μου το πιο μεγάλο αγκίστρι και την πιο χοντρή τρίχα. Μάζεψα κάμποσα σαλιγκαράκια για δόλωμα και άρχισα να ψαρεύω. Ητζιμπούσανε καλά. Κανένα όμως δεν πιανότανε. Που και που έλεγα μέσα μου: θα σε πιάσω εγώ. Και ηξάνυα μπας και το δω στο αγκίστρι μου. Όλο και ηπήαινα άκρια-άκρια για να δω καλύτερα. Σε μια στιγμή ήνοιωσα σαν ένα χέρι νά’θελε να με σπρώξει από τη μέση. Θα τούλεγα κάνα διάολο μα ήξερα πως δεν ήταν κανείς κοντά μου. Το χέρι όμως όλο και μέσφιγγε που δεν ημπόρου να πάρω ανάσα.
»Το ψάρι τσιμπούσε όλο και πιο δυνατά. Ξάφνου μούδωσε μια τραβιξιά και ηβρέθηκα στη θάλασσα. Πάτησα τότες την τρίχα και είδα πως το χέρι που με τραβούσε δεν ήταν ανθρώπου. Ήταν το πλοκάμι ενός χταποδιού τόσοοο δα μεγάλου. Και ηάπλωσε τα χέρια του για να δείξει πόσο μεγάλο ήταν. Κι ύστερα ήντακανες; τον αρώτησε κάποιος που ανυπομονούσε να μάθει τη συνέχεια. Το χταπόδι όλο και με τραβούσε κάτω. Τότες εγώ ηάρπαξα το σουγιά και τούδωσα μια ανάμεσα στα δυο μάτια που με ξανύανε χαζά. Το χταπόδι παράλυσε και με άφησε ήσυχο. Σας τα λέω σα νάναι παραμύθι. Ηξέχασα μονάχα να σας πω πως την ώρα που το χταπόδι με τραβούσε, ησκέφθηκα τον ’η Στέφανο που ακούω για κείνονε και τον παρακάλεσα να με σώσει. Φαίνεται πως ηάκουσε την προσευχή μου και μ’έσωσε. Τότες εγώ του υποσχέθηκα να του χτίσω μια εκκλησίτζα μέσα στη μεγάλη σπηλιά του Χαρασώνα. Τώρα πρέπει να κάνω το τάμα μου. Θέτε και σεις να με βοηθήσετε; Πες μας κυρ Στέφανε πότε θα βάλεις ομπρός.
»Όταν ήρθε η μέρα εκείνη, ο Στέφανος με την παρέα του πήγαν στη σπηλιά και ηάρχισαν τη δουλειά. Πάτωμα και ταβάνι δεν χρειαζόταν αφού ήταν η σπηλιά. Χτίστηκαν μόνο δυο ντουβαράκια δεξιά και αριστερά και το εκκλησάτζι του ’η Στέφανου ήταν έτοιμο. Σιγά σιγά ήρθε και η μέρα της εορτής του Αγίου. Ειδοποιήθηκε και ηπήγε ο παπάς του Γαλησσά για τη λειτουριά. Από τότες γίνεται κάθε χρόνο το πανηγύρι του. Την πρώτη φορά ο Στέφανος δεν ηάφησε κανένα να σερβίρει τη λειτουριά. Ύστερα ηκερνούσε τη μαστίχα με το συριανό λουκούμι. Όλοι μαζεμμένοι γύρω του ζητούσαν ν’ακούσουν ακόμη μια φορά την ιστορία του χταποδιού που πάντα είχε πιο μεγάλη επιτυχία από το κύρηγμα του παπά. “Βρε παιδιά ήτανε ένα χταπόδι, μα τι χταπόδι. Ήτανε τόσοοο δα μεγάλο”. Και ηάνοιγε τα δυο του χέρια για να δείξει πόσο μεγάλο ήταν.» [1]

Η φαντασία, είμαι σχεδόν πεποισμένος ότι είναι η υπεύθυνη δύναμη για τις πιό όμορφες στιγμές της ζωής μας. Λαϊκές παραδόσεις, αφημένες στου χρόνου του αθάνατου το αγέρι, σαν κι αυτή, του κυρ Στέφανου, φθάνουν αργά κάποια στιγμή απρόσμενη, αλλά με χάρη περίσσια στη φαντασία μας και την πυροδοτούν. Την ενεργοποιούν σα να ναι ένα παράξενο είδος μηχανής φτιαγμένο θα λεγες από χιλιάδες άγνωστα στη λογική μας κομμάτια και μη αναγνωρίσιμων χρωμάτων στους θνητούς μας οφθαλμούς καλώδια, άυλα σαφώς, που ίσως ποτέ εμείς να μην μάθουμε απόλυτα, παρά να γευτούμε, και να γνωρίσουμε την ομιχλώδη γοητευτική τους ιστορία.

[Παραπομπές:]
[1] Η αφήγηση είναι από το βιβλίο των Αυγουστίνου Π. Παλαιολόγου και Μάρκου Ν. Ρούσσου-Μηλιδώνη: «Οδοιπορικό στη Σύρα, θρύλοι-παράδοση-ιστορία».

                                   Το καθολικό εκκλησάκι του Αγίου Στέφανου(Sante Stefane)
                                                   μέσα στο σπήλαιο του Χαρασώνα


    Η φύση, θέλει να παίζει παράξενα παιχνίδια με το φακό που μας δίνει αυτό το εξαιρετικό simulacra    
       το οποίο θυμίζει...χελώνα.Έξω απ το εκκλησάκι του πολυλογά ψαρά, που ο θρύλος τον θέλει να              
                                    κινδύνευσε η ζωή του στα νερά αυτά από τεράστιο χταπόδι!


                        Η αληθινά μαγευτική κ μυστηριώδης (σύμφωνα με το θρύλο) θάλασσα
                                                      καθώς "εισχωρεί" στο σπήλαιο


                                      Το "γλυκό νερό που σταλάζει " μέσα στη μεγάλη σπηλιά


                                         Άποψη από το εσωτερικό της μικρής εκκλησίας


                                                      Άποψη από τον περίβολο του ναού


                         Εικόνισμα του Αγίου Στεφάνου (Sancte Stefane) από το καθολικό εκκλησάκι

ΠΗΓΗ: http://www.explorers.gr